Για τη Νέα Δημοκρατία, η σύνδεση της ανώτατης εκπαίδευσης με την παραγωγική διαδικασία, η καταπολέμηση της νεανικής ανεργίας και η αναστροφή του εκθετικά αυξανόμενου brain drain, αποτελούν εθνικούς στόχους, και θεωρούμε ότι η ενίσχυση της τεχνολογικής εκπαίδευσης συνιστά ένα εξαιρετικά σημαντικό μέσο για την επίτευξή τους. Δυστυχώς όμως, και ενώ η αρχή της ενίσχυσης της τεχνολογικής εκπαίδευσης και της ενίσχυσης των ΑΤΕΙ είναι σωστή, ο τρόπος υλοποίησης που επέλεξε η Κυβέρνηση είναι εν πολλοίς λανθασμένος, καθώς στο νέο νόμο για την ίδρυση του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής υπάρχουν ρυθμίσεις αποσπασματικές, χωρίς όραμα, χωρίς σχέδιο, χωρίς διαφάνεια, χωρίς αντικειμενικότητα, με στόχευση πρωτίστως μικροπολιτική. Για παράδειγμα, απουσιάζει κάθε αναφορά στα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων του νέου ιδρύματος, απουσιάζει μία διαφανής διαδικασία, ξεκάθαρα ακαδημαϊκά κριτήρια, για την επιλογή των ιδρυμάτων, για τις συγχωνεύσεις τμημάτων, για τη δημιουργία κατευθύνσεων, καθώς και –το κυριότερο- ένας συνολικός σχεδιασμός με βάση τις ανάγκες της κοινωνίας σήμερα, αλλά πολύ περισσότερο αύριο, με συγκεκριμένους στόχους, οικονομική αποτίμηση και χρονικό προγραμματισμό.
Διότι, με τον νόμο 4485/2017, η Κυβέρνηση επανέφερε μια άκρως προβληματική, οπισθοδρομική και επικίνδυνη ρύθμιση για το άσυλο, σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται η επέμβαση των δημόσιων δυνάμεων ασφαλείας για την αντιμετώπιση πλήθους παραβατικών συμπεριφορών, παρά μόνο μετά από σύγκληση και απόφαση του πολυμελούς Πρυτανικού Συμβουλίου και πάλι μόνο σε μεμονωμένες περιπτώσεις. Από την πρώτη στιγμή, διαμηνύσαμε σε όλους τους τόνους ότι η εν λόγω ρύθμιση θα εντείνει τα προβλήματα βίας και ανομίας στα Ιδρύματα της χώρας, καθώς δεν είναι δυνατό για κάθε αξιόποινη πράξη που λαμβάνει χώρα εντός των Ιδρυμάτων να μην μπορούν αμέσως να κληθούν οι δυνάμεις ασφαλείας, αλλά να πρέπει πρώτα να συγκληθεί και να συνεδριάσει το πολυμελές Πρυτανικό Συμβούλιο, διαδικασία η οποία απαιτεί χρόνο, ενώ οι αξιόποινες πράξεις συμβαίνουν συνήθως εντός λίγων λεπτών, αν όχι δευτερολέπτων. Δυστυχώς, οι φόβοι μας επιβεβαιώνονται καθημερινά, καθώς ολοένα και πληθαίνουν τα περιστατικά βίας, καθώς και οι εν γένει έκνομες πράξεις στους χώρους εντός των Ιδρυμάτων και πέριξ αυτών, με τους δράστες να χρησιμοποιούν τους εσωτερικούς χώρους των Ιδρυμάτων, είτε ως ορμητήριο, είτε προκειμένου να διαφύγουν τη σύλληψη.
Δεν προκρίνουμε την κατάργηση του ασύλου, αλλά την επαναφορά του στην πραγματική του έννοια, δηλαδή τη θωράκιση της ελευθερίας της διδασκαλίας, της έρευνας και της μάθησης. Η επαναφορά αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί με το σωστό νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο θα προβλέπει αυτεπάγγελτη επέμβαση των αρχών για κάθε αξιόποινη πράξη που λαμβάνει χώρα στα Ιδρύματα. Ωστόσο, είναι και θέμα βούλησης το σωστό αυτό πλαίσιο να εφαρμοστεί από την πολιτική ηγεσία και από τις Πρυτανικές αρχές. Η έκρυθμη κατάσταση που επικρατεί σήμερα στα Τριτοβάθμια Ιδρύματα είναι άνευ προηγουμένου. Και ενώ αυτή η έξαρση της παραβατικότητας οφείλεται εν πολλοίς στη νομοθετική ρύθμιση περί ασύλου, εντείνεται από την ευρύτερη Κυβερνητική ανοχή στις παράνομες συμπεριφορές και στα συνακόλουθα μηνύματα που αυτή εκπέμπει, «κλείνοντας το μάτι» σε κάθε επίδοξο ταραχοποιό, που εν τέλει δρα ανενόχλητα και παραμένει ατιμώρητος.
Οι άξονες στους οποίους κινείται η δική μας πρόταση για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, συνοπτικά, είναι οι εξής: ενίσχυση της αυτονομίας και αυτοδιοίκησης των Πανεπιστημίων, σύνδεση της εκπαίδευσης και της έρευνας με την παραγωγική διαδικασία, καλύτερη αξιοποίηση, αλλά και διεύρυνση των χρηματοδοτικών εργαλείων για την επίλυση χρόνιων ζητημάτων, ενίσχυση της εξωστρέφειας των Πανεπιστημίων και των συνεργασιών με ιδρύματα του εξωτερικού, αναβάθμιση της ποιότητας του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος μέσω π.χ. των αλλαγών για το άσυλο που ανέφερα προηγουμένως, ενίσχυση της ανώτατης τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων υπό αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις.
Η εξέλιξη των πραγμάτων περιγράφεται ζοφερά από τους αμείλικτους αριθμούς: εξ αιτίας της διαχειριστικής ανεπάρκειας της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, επήλθαν δύο Μνημόνια, ζημία στην ελληνική οικονομία ύψους τουλάχιστον 100 δις ευρώ, δυσβάσταχτοι φόροι και εισφορές, 14,5 δις πρόσθετα και αχρείαστα μέτρα λιτότητας που επιβαρύνουν τους πολίτες, επιστροφή στην οικονομική ύφεση το 2015 και το 2016, διεθνής καταποντισμός της αξιοπιστίας της χώρας. Και όλα αυτά, για να προσπαθήσουμε να γυρίσουμε εκεί που ήμασταν το 2014. Η περιβόητη έξοδος από τα Μνημόνια το 2018 μπορεί να παραλληλιστεί με το «σκίσιμο» των Μνημονίων που οι ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ ευαγγελίζονταν προεκλογικά. Ήδη η Κυβέρνηση έχει λάβει σκληρά μέτρα που θα εφαρμοστούν μετά την περιώνυμη «έξοδο από το Μνημόνιο» τον Αύγουστο του 2018, και συγκεκριμένα η Κυβέρνηση έχει δεσμευτεί για 5,1 δις μέτρα που θα εφαρμοστούν από το 2019, για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% ως το 2022 και 2% ως το 2060, έχει εκχωρήσει το σύνολο σχεδόν της δημόσιας περιουσίας στο Υπερταμείο έως το 2114! Για ποια έξοδο μιλάει η Κυβέρνηση; Ο κλοιός σφίγγει γύρω από μία Κυβέρνηση που κατέλαβε την εξουσία υποσχόμενη 12 δις παροχές και αντ’ αυτών έφερε 14,5 δις μέτρα.
Η Κυβέρνηση ακολουθεί σταθερά διχαστική τακτική προς τους πολίτες και τα κόμματα, ακόμα και στα κρίσιμα εθνικά ζητήματα, αντί να συνδιαμορφώσει μία ενιαία, εθνική γραμμή. Πρωτίστως, όμως, δεν καταφέρνει να διαμορφώσει ούτε καν ενιαία κυβερνητική γραμμή, δεδομένου ότι οι δύο κυβερνητικοί εταίροι – ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ – διαφωνούν ριζικά στα εθνικά θέματα. Αναπόδραστα αυτή η διχογνωμία, η αστάθεια και η ασυνέπεια προκαλεί τον έντονο προβληματισμό και την ανησυχία της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, αλλά κυρίως ολόκληρης της κοινωνίας, όπως δείχνουν και οι δημοσκοπήσεις.
Αν κάποιον έχει φέρει σε δύσκολη θέση η υπόθεση της Novartis, αυτή είναι σίγουρα η Κυβέρνηση. Μία Κυβέρνηση, η οποία αφ’ ενός υπέπεσε σε πρωτοφανή θεσμικά ατοπήματα, καταστρατηγώντας τη διάκριση των εξουσιών, αφ’ ετέρου φέρεται η ίδια εμπλεκόμενη στην υπόθεση, μέσω των στελεχών της, όπως προκύπτει από τα νέα στοιχεία που διαρκώς αποκαλύπτονται. Επιπλέον, η Κυβέρνηση επιδιώκει την, εκ μέρους της Προκαταρκτικής Επιτροπής, εξέταση μόνο της «αρμοδιότητας» ή μη της Βουλής να ερευνήσει την υπόθεση (καίτοι η Ολομέλεια της Βουλής υπερψήφισε την ενδελεχή έρευνα επί προσώπων και φερόμενων αδικημάτων), αντίθετα με τη Νέα Δημοκρατία, η οποία επεδίωξε από την πρώτη στιγμή την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης. Επιμένουμε σε κάθε συνεδρίαση η αρμόδια Επιτροπή να μπει στην ουσία, εξετάζοντας διεξοδικά κάθε πτυχή της υπόθεσης και κάθε μάρτυρα. Ζητάμε να χυθεί άπλετο φως, ώστε να φανεί ποιος πραγματικά φέρει ευθύνες, χωρίς να μένουν σκιές που υποσκάπτουν την πολιτική ζωή της χώρας.
Εάν θέλετε να ενημερώνεστε για τις δράσεις μας, μπορείτε να δηλώσετε παρακάτω τα στοιχεία σας:
Εάν θέλετε να ενημερώνεστε για τις δράσεις μας, μπορείτε να δηλώσετε παρακάτω τα στοιχεία σας: