Η εξέλιξη των πραγμάτων περιγράφεται ζοφερά από τους αμείλικτους αριθμούς: εξ αιτίας της μέγιστης διαχειριστικής ανεπάρκειας της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, επήλθαν δύο Μνημόνια, ζημία στην ελληνική οικονομία ύψους 100 δις ευρώ, δυσβάσταχτοι φόροι και εισφορές, 14,5 δις πρόσθετα και αχρείαστα μέτρα λιτότητας που επιβαρύνουν τους πολίτες, επιστροφή στην οικονομική ύφεση το 2015 και το 2016, διεθνής καταποντισμός της αξιοπιστίας της χώρας. Και όλα αυτά, για να προσπαθήσουμε να γυρίσουμε εκεί που ήμασταν το 2014.
Όσο για την έξοδο από τα Μνημόνια το 2018, μπορεί να παραλληλιστεί με το «σκίσιμο» των Μνημονίων που οι ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ ευαγγελίζονταν προεκλογικά. Ήδη η Κυβέρνηση έχει λάβει σκληρά μέτρα 5,1 δις που θα εφαρμοστούν από το 2019, έχει δεσμευτεί για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% ως το 2022 και 2% ως το 2060, έχει εκχωρήσει το σύνολο σχεδόν της δημόσιας περιουσίας στο Υπερταμείο έως το 2114! Για ποια έξοδο μιλάει η Κυβέρνηση;
Εκτιμώ ότι σαφώς σφίγγει ο κλοιός γύρω από μία Κυβέρνηση που κατέλαβε την εξουσία υποσχόμενη 12 δις παροχές και έφερε 14,5 δις μέτρα. Οι πολίτες έχουν πληγεί βαριά από την ανικανότητα και τη διγλωσσία αυτής της Κυβέρνησης. Και πάλι οι αριθμοί επιβεβαιώνουν την πραγματικότητα: βάσει πρόσφατης δημοσκόπησης, η συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης (85,5%) εκτιμά ότι η κυβέρνηση θα λάβει και νέα μέτρα και ότι τα πράγματα κινούνται προς τη λάθος κατεύθυνση (80%). Το 75,5% θεωρεί ότι η κυβέρνηση δεν δημιουργεί ευνοϊκό περιβάλλον για τις επενδύσεις στη χώρα και το 58,5% των ερωτώμενων δηλώνει ότι δεν είναι ικανοποιημένο από το έργο της κυβέρνησης.
Η όποια ρητορική της Κυβέρνησης περί στροφής προς τις επενδύσεις δυστυχώς ωχριά μπροστά στις πρωτόγνωρες αποεπενδυτικές πρακτικές που εφαρμόζει συχνά στην πράξη, διώκοντας την ιδιωτική πρωτοβουλία, δημιουργώντας ασταθές, αφιλόξενο περιβάλλον για οικονομικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες, πλήττοντας την αξιοπιστία της χώρας. Τι να πρωτοθυμηθούμε; ΟΛΠ, ΔΕΣΦΑ, Σκουριές, Ελληνικό, Fraport…μακρύς ο κατάλογος της ολιγωρίας, διγλωσσίας, αναξιοπιστίας μίας «φιλικής στις επενδύσεις» Κυβέρνησης.
Οι προτάσεις της ΝΔ για την εκπαίδευση, που θα παρουσιάσουμε σύντομα αναλυτικά, θέτουν σε απόλυτη προτεραιότητα την παροχή υψηλής ποιότητας εκπαιδευτικού προϊόντος, βασισμένου στις αρχές της αυτονομίας, της αξιοκρατίας και της αριστείας. Εντός αυτού του αξιακού πλέγματος, θα προχωρήσουμε σε συγκεκριμένες παρεμβάσεις και στις τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Μεταξύ άλλων, προκρίνουμε την επέκταση και την προσβασιμότητα όλων στην προσχολική αγωγή, τη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους εκπαιδευτικούς που μεταφράζεται και σε μεγαλύτερη ελευθερία και αυτονομία της σχολικής μονάδας, τον εκσυγχρονισμό της διδακτέας ύλης και των διδακτικών μέσων, την αναβάθμιση του λυκείου και την αναμόρφωση του προγράμματος σπουδών, την ενίσχυση της αυτονομίας και της εξωστρέφειας των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τη διασύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας, τις συνέργειες μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, την ανάπτυξη ξενόγλωσσων τμημάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων.
Είναι γεγονός ότι οι πανελλαδικές συνιστούν ένα από τα λίγα πλήρως αδιάβλητα συστήματα της χώρας, ενώ είναι και σε μεγάλο βαθμό αξιόπιστο, καθώς συνήθως οι επιμελείς μαθητές επιτυγχάνουν την εισαγωγή τους στις ανώτατες σχολές της προτίμησής τους. Αρνητικά σημεία αποτελούν για παράδειγμα η έμφαση στην αποστήθιση σε βάρος της κριτικής γνώσης και η αποτύπωση της στιγμής. Επιπλέον, είναι γεγονός ότι το Λύκειο έχει σε κάποιο βαθμό απωλέσει τον αυτόνομο, παιδαγωγικό του χαρακτήρα και χρήζει αναβάθμισης. Προσωπική μου άποψη είναι ότι ένας τρόπος για τη βελτίωση του συστήματος εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση θα ήταν ενδεχομένως να συνυπολογίζεται σε κάποιο ποσοστό και υπό προϋποθέσεις η επίδοση του μαθητή κατά τα τρία χρόνια φοίτησης στο Λύκειο, προκειμένου αφ’ ενός να αξιολογείται η μαθητική πορεία του και όχι μόνο η επίδοση στις πανελλαδικές, αφ’ ετέρου να ενισχυθεί ο εκπαιδευτικός ρόλος του Λυκείου. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οποιαδήποτε τροποποίηση σχετικά με το Λύκειο και το σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση πρέπει να διαμορφωθεί μετά από εκτενή, εις βάθος, διάλογο με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Χρειάζονται συνετές λύσεις και προσεκτικά, σταδιακά βήματα, δεδομένου μάλιστα ότι κάθε αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος επηρεάζει χιλιάδες οικογένειες.
Με το νόμο 4485/2017, η Κυβέρνηση επανέφερε μια άκρως προβληματική, οπισθοδρομική και επικίνδυνη ρύθμιση για το άσυλο, σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται η επέμβαση των δημόσιων δυνάμεων ασφαλείας για την αντιμετώπιση πλήθους παραβατικών συμπεριφορών, παρά μόνο μετά από σύγκληση και απόφαση του πολυμελούς Πρυτανικού Συμβουλίου. Από την πρώτη στιγμή, διαμηνύσαμε σε όλους τους τόνους ότι η εν λόγω ρύθμιση θα εντείνει τα προβλήματα βίας και ανομίας στα Ιδρύματα της χώρας, καθώς δεν είναι δυνατό για κάθε έκνομη πράξη που λαμβάνει χώρα εντός των Ιδρυμάτων να μην μπορούν αμέσως να κληθούν οι δυνάμεις ασφαλείας, αλλά να πρέπει πρώτα να συγκληθεί και να συνεδριάσει το πολυμελές Πρυτανικό Συμβούλιο, διαδικασία η οποία απαιτεί χρόνο, ενώ οι αξιόποινες πράξεις συμβαίνουν συνήθως εντός λίγων λεπτών, αν όχι δευτερολέπτων. Δυστυχώς, ολοένα και πληθαίνουν τα περιστατικά βίας, αλλά και οι εν γένει έκνομες πράξεις στους χώρους εντός των Ιδρυμάτων, αλλά και πέριξ αυτών. Η έννοια του ασύλου αποσκοπεί στην προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας στην έρευνα και τη διδασκαλία, στην προστασία της ελεύθερης έκφρασης και διακίνησης ιδεών στα Τριτοβάθμια Ιδρύματα και όχι στη μετατροπή των Ιδρυμάτων σε άβατα ανομίας και ορμητήρια πάσης φύσεως εγκληματιών. Η θέση της Νέας Δημοκρατίας είναι ξεκάθαρη και αυτήν επιδιώκει: αυτεπάγγελτη επέμβαση των Αρχών για όλες τις αξιόποινες πράξεις που τελούνται στα Ιδρύματα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.
Οπωσδήποτε συμπληρωματική. Στη Νέα Δημοκρατία, πρώτη προτεραιότητά μας είναι η αναβάθμιση του δημόσιου Σχολείου και του δημόσιου Πανεπιστημίου. Ωστόσο, η λειτουργία των ιδιωτικών σχολείων και η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων έχει διττό όφελος: αφ’ ενός την ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού, που εκ των πραγμάτων κινητροδοτεί τα δημόσια σχολεία και πανεπιστήμια να βελτιωθούν, αφ’ ετέρου την αποσυμφόρηση των δημοσίων εκπαιδευτικών δομών και την ανάπτυξη ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Επιπλέον, τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα συνδράμουν σημαντικά στην προσπάθεια να αναδειχθεί η Ελλάδα σε περιφερειακό κέντρο εκπαίδευσης, που θα εισάγει φοιτητές αντί να εξάγει, παράγοντας γνώση, πλούτο, τεχνογνωσία, θέσεις εργασίας.
Εάν θέλετε να ενημερώνεστε για τις δράσεις μας, μπορείτε να δηλώσετε παρακάτω τα στοιχεία σας:
Εάν θέλετε να ενημερώνεστε για τις δράσεις μας, μπορείτε να δηλώσετε παρακάτω τα στοιχεία σας: