“Ο Προϋπολογισμός για το 2017 αποδεικνύει ότι η Κυβέρνηση βρίσκεται σε διάσταση με την πραγματικότητα.” Ομιλία κατά τη συζήτηση του Κρατικού Προϋπολογισμού 2017 στην Ολομέλεια της Βουλής

    Δεκέμβριος 7, 2016
    #MeTiNiki#MeTiNiki#MeTiNiki#MeTiNiki#MeTiNiki#MeTiNiki#MeTiNiki#MeTiNiki#MeTiNiki#MeTiNiki#MeTiNiki#MeTiNiki#MeTiNiki#MeTiNiki#MeTiNiki#MeTiNiki#MeTiNiki#MeTiNiki#MeTiNiki
    “Ο Προϋπολογισμός για το 2017 αποδεικνύει ότι η Κυβέρνηση βρίσκεται σε διάσταση με την πραγματικότητα.”

    Η υπεύθυνη τομέα Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, Βουλευτής Επικρατείας, Νίκη Κ. Κεραμέως, κατά τη συζήτηση για τον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2017 στην Ολομέλεια της Βουλής, ανέδειξε ότι πρόκειται για σχέδιο, το οποίο αποτυπώνει τις επιλογές της Κυβέρνησης για την ελληνική οικονομία και κατ’ επέκταση την ελληνική κοινωνία, σχέδιο που απηχεί τις ιδεολογικές αγκυλώσεις της Κυβέρνησης, και, κυρίως, σχέδιο που αποδεικνύει περίτρανα ότι η Κυβέρνηση βρίσκεται σε διάσταση με την πραγματικότητα.

    «Στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού προβλέπεται για το 2017 ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κατά 2,7%. Και προβλέπεται συγκεκριμένα ότι στην ανάπτυξη αυτή θα οδηγηθούμε, ανάμεσα σε άλλα, μέσα από την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 1,8% και από την αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων κατά 9,1%.

    Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση, λοιπόν, πρέπει όλοι να μείνουμε ήσυχοι ότι η κατάσταση της οικονομίας μας βαίνει καλπάζουσα.

    Θα το ευχόμουν πραγματικά. Ωστόσο, δυστυχώς, η μελέτη των οικονομικών στοιχείων, όπως αποτυπώνονται στο σχέδιο, και, κυρίως, η μελέτη της συμπεριφοράς των μελών της Κυβέρνησης τα τελευταία 2 χρόνια, αρκούν για να αναιρεθεί αυτοστιγμεί η αισιόδοξη αυτή αντιμετώπιση», είπε χαρακτηριστικά.  

    Και προχώρησε ως προς την προβλεπόμενη αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, «είναι  δυνατόν να μιλάτε για αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, όταν αυξάνετε τον Φ.Π.Α. κατά 13,5%;»

    Περαιτέρω ως προς την αύξηση ιδιωτικών επενδύσεων, «πώς θα αυξηθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις, και δη κατά 9,1%, όταν διώχνετε με κάθε τρόπο αυτούς που επιθυμούν να επενδύσουν;», «Και παρά τις παλινωδίες, εσείς, για το 2017 προβλέπετε – άκουσον άκουσον – αύξηση των εσόδων από τις αποκρατικοποιήσεις κατά 1561%!»

    «Η ζημιά στην ελληνική οικονομία είναι τεράστια και μετρήσιμη. Ζημιά, η οποία αφορά και στο κρίσιμο ζήτημα του χρέους. Η οπισθοχώρηση της ελληνικής οικονομίας από τα οικονομικά δεδομένα του τέλους του 2014, είχε ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την επιδείνωση των όρων βιωσιμότητας του χρέους, όπως έχει αναγνωρίσει το ίδιο το ΔΝΤ.

    Και μπορεί η Κυβέρνηση να πλέκει διθυράμβους γύρω από το αποτέλεσμα του Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου – σημειωτέον δεν είδαμε και τον Πρωθυπουργό να φοράει γραβάτα χθες αρά μάλλον ούτε και εκείνος είναι ικανοποιημένος με την απόφαση του Eurogroup για το χρέος –  Η πραγματικότητα όμως σε κάθε περίπτωση είναι σκληρή. Και είναι σκληρή για τους Έλληνες πολίτες και τις επόμενες γενεές».

    Έκλεισε, σχολιάζοντας τον Προϋπολογισμό του Υπουργείου Παιδείας, «Δεν θα αναφερθώ στη συστηματική υποβάθμιση της παιδείας τα τελευταία 2 χρόνια, ούτε και στις θεμελιώδεις αξιακές διαφορές μας ως προς το πως αντιλαμβανόμαστε την παιδεία. Η σημερινή συζήτηση είναι για τον προϋπολογισμό και συνεπώς θα περιοριστώ στο ειδικό θέμα των δαπανών που έχουν εγγραφεί σε αυτόν. Και με ικανοποίηση παρατηρώ ότι ο προϋπολογισμός προβλέπει αύξηση των δαπανών του Υπουργείου κατά 161 εκ. €. Επαναλαμβάνω κατά 161 εκ. ευρώ και όχι κατά 257 εκ.€ που αναφέρετε στο δελτίο τύπου του Υπ. Παιδείας. Και γεννώνται αυτόματα 2 ερωτήματα: 1) Θα υπάρχουν αυτά τα χρήματα για να δοθούν για την παιδεία; 2) Αν υποθέσουμε ότι θα υπάρχουν, πώς ακριβώς θα δαπανηθούν;» και συνέχισε «η αύξηση είναι θετική εφόσον συνδέεται με συγκεκριμένη στόχευση, εφόσον συνδέεται με στρατηγικό σχέδιο, …το μέλλον των παιδιών μας αξίζει κατ’ ελάχιστο σχέδιο, αξίζει υπεύθυνη εθνική στρατηγική.»

    Κύριοι Υπουργοί, Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,

    Συζητάμε σήμερα τον Κρατικό Προϋπολογισμό σχεδιασμένο, για δεύτερη φορά, από την Κυβέρνηση ΣΥΡ/ΑΝΕΛ. Σχέδιο, το οποίο αποτυπώνει τις επιλογές της Κυβέρνησης για την ελληνική οικονομία και κατ’ επέκταση την ελληνική κοινωνία, σχέδιο που απηχεί τις ιδεολογικές αγκυλώσεις της Κυβέρνησης, σχέδιο που αποδεικνύει περίτρανα ότι η Κυβέρνηση βρίσκεται σε διάσταση με την πραγματικότητα.

    Στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού προβλέπεται για το 2017 ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κατά 2,7%. Και προβλέπεται συγκεκριμένα ότι στην ανάπτυξη αυτή θα οδηγηθούμε, ανάμεσα σε άλλα, μέσα από την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 1,8% και από την αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων κατά 9,1%.

    Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση, λοιπόν, πρέπει όλοι να μείνουμε ήσυχοι ότι η κατάσταση της οικονομίας μας βαίνει καλπάζουσα.

    Θα το ευχόμουν πραγματικά. Ωστόσο, δυστυχώς, η μελέτη των οικονομικών στοιχείων, όπως αποτυπώνονται στο σχέδιο, και, κυρίως, η μελέτη της συμπεριφοράς των μελών της Κυβέρνησης τα τελευταία 2 χρόνια, αρκούν για να αναιρεθεί αυτοστιγμεί η αισιόδοξη αυτή αντιμετώπιση. Και θα γίνω συγκεκριμένη:

    Ιδιωτική κατανάλωση: πώς ακριβώς θα αυξηθεί, κυρίες και κύριοι, η ιδιωτική κατανάλωση κατά 1,8%, όταν από 1/1/17

    • θα επιβληθούν νέοι, πρόσθετοι φόροι 2,6 δις ευρώ για πολίτες και επιχειρήσεις,
    • θα μειωθούν οι συντάξεις κατά 1 δις ευρώ,
    • θα αυξηθούν οι ασφαλιστικές εισφορές κατά 1,4 δις ευρώ.

    Με τι λεφτά δηλ. ο κόσμος θα ξοδεύει περισσότερο; Πού θα τα βρει; Και αξίζει να σημειωθεί σε σχέση με την επιβολή των νέων φόρων, ότι οι έμμεσοι φόροι, εκείνοι δηλαδή που επιβάλλονται οριζόντια, εκείνοι που επιβαρύνουν όλες τις κοινωνικές ομάδες ανεξαρτήτως εισοδήματος, παρουσιάζονται αυξημένοι σε σχέση με το 2015 κατά 11,2%. Και μία αναφορά στον κατεξοχήν έμμεσο φόρο, τον ΦΠΑ. Ο Φ.Π.Α. παρουσιάζει αύξηση σε σχέση με το 2015 σωρευτικά κατά 13,5%. Κυρίες και κύριοι της συγκυβέρνησης, είναι δυνατόν να μιλάτε για αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης όταν αυξάνετε τον Φ.Π.Α. κατά 13,5%;

    Ιδιωτικές επενδύσεις: και εδώ τα ερωτήματα είναι απλά. Πώς θα αυξηθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις, και δη κατά 9,1%, όταν διώχνετε με κάθε τρόπο αυτούς που επιθυμούν να επενδύσουν; να σας θυμίσω τη διγλωσσία σας απέναντι στους Κινέζους επενδυτές στη σύμβαση με την Cosco για το λιμάνι του Πειραιά; Να σας θυμίσω τις Σκουριές; Την επένδυση στην Αφάντου της Ρόδου; Την επένδυση στο Ελληνικό; Το πρόσφατο φιάσκο με τη ΔΕΣΦΑ; Και παρά τις παλινωδίες, εσείς, για το 2017 προβλέπετε – άκουσον άκουσον – αύξηση των εσόδων από τις αποκρατικοποιήσεις κατά 1561%! Και πώς μιλάτε για ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων, όταν σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΓΕΜΗ, το 2016 έκλεισαν περισσότερες επιχειρήσεις από όσες άνοιξαν. Όταν μόνο τον μήνα Οκτώβριο, χάθηκαν σχεδόν 83.000 θέσεις εργασίας, αρνητικό ρεκόρ δεκαπενταετίας. Όταν δεκάδες χιλιάδες ελληνικές επιχειρήσεις αναγκάζονται να μεταναστεύσουν σε ξένες χώρες για να επιβιώσουν. Προσφάτως περιόδευα στην Πελοπόννησο, και επισκέφθηκα μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες χρωμάτων. ‘Οταν τους ρώτησα πως τα βγάζουν πέρα με την αυξημένη φορολογία, μου απάντησαν ότι ο μόνος λόγος που τα βγάζουν πέρα είναι γιατί μετέφεραν την έδρα τους στη Βουλγαρία.

    Κύριοι, ας είμαστε ειλικρινείς. Δεν πρόκειται να ενισχυθούν οι επενδύσεις, αν δεν επανέλθει πρώτα η ρευστότητα στην αγορά. Και πώς θα επανέλθει η ρευστότητα,

    • όταν το ζήτημα των κόκκινων δανείων παραμένει άλυτο,
    • όταν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου προς τους ιδιώτες έχουν αυξηθεί κατά 63%, στρεβλώνοντας τον ανταγωνισμό και ζημιώνοντας τις λίγες εναπομείνασες υγιείς επιχειρήσεις,
    • όταν οι κεφαλαιακοί έλεγχοι παραμένουν εν ισχύ εδώ και 18 μήνες.

    Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η ζημιά στην ελληνική οικονομία είναι τεράστια και μετρήσιμη. Ζημιά, η οποία αφορά και στο κρίσιμο ζήτημα του χρέους. Η οπισθοχώρηση της ελληνικής οικονομίας από τα οικονομικά δεδομένα του τέλους του 2014, είχε ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την επιδείνωση των όρων βιωσιμότητας του χρέους, όπως έχει αναγνωρίσει το ίδιο το ΔΝΤ.

    Και μπορεί η Κυβέρνηση να πλέκει διθυράμβους γύρω από το αποτέλεσμα του Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου – σημειωτέον δεν είδαμε και τον Πρωθυπουργό να φοράει γραβάτα χθες αρά μάλλον ούτε και εκείνος είναι ικανοποιημένος με την απόφαση του Eurogroup για το χρέος –  Η πραγματικότητα όμως σε κάθε περίπτωση είναι σκληρή. Και είναι σκληρή για τους Έλληνες πολίτες και τις επόμενες γενεές γιατί:

    Συγκεκριμένα,

    1. Η Κυβέρνηση απέτυχε να μειώσει τα εξωπραγματικά πρωτογενή πλεονάσματα του 3,5%.
    2. Όχι μόνο απέτυχε να τα μειώσει, αλλά δέχθηκε να επιβληθούν τα εξωπραγματικά αυτά πλεονάσματα και μετά το τέλος του προγράμματος, και μετά δηλ. το 2018.
    3. Δέχθηκε επίσης η Κυβέρνηση τη θεσμοθέτηση ενός μόνιμου πλέον κόφτη δημοσίων δαπανών για μετά το 2018.
    4. Και είναι ανοιχτό το ενδεχόμενο νέων μέτρων προκειμένου να δεχθεί το ΔΝΤ να συμμετάσχει στο πρόγραμμα, καθότι ούτε η απαίτησή του για χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα ούτε για μείωση του χρέους εισακούστηκαν.

    Και όλα αυτά επιπλέον των μέτρων 9 δις για το διάστημα 2015-2018, του κόφτη δαπανών ύψους 3,5 δις, του υπερταμείου και της εκχώρησης του συνόλου σχεδόν της δημόσιας περιουσίας για 99 χρόνια σε έναν οργανισμό υπό τον έλεγχο των δανειστών.

    Κυρίες και Κύριοι, θα ήθελα να κλείσω με μία κουβέντα για την παιδεία. Δεν θα αναφερθώ στη συστηματική υποβάθμιση της παιδείας τα τελευταία 2 χρόνια ούτε και στις θεμελιώδεις αξιακές διαφορές μας ως προς το πως αντιλαμβανόμαστε την παιδεία. Η σημερινή συζήτηση είναι για τον προϋπολογισμό και συνεπώς θα περιοριστώ στο ειδικό θέμα των δαπανών που έχουν εγγραφεί σε αυτόν. Και με ικανοποίηση παρατηρώ ότι ο προϋπολογισμός προβλέπει αύξηση των δαπανών του Υπουργείου κατά 161 εκ. €. Επαναλαμβάνω κατά 161 εκ. ευρώ και όχι κατά 257 εκ.€ που αναφέρετε στο δελτίο τύπου του Υπ. Παιδείας. Και γεννώνται αυτόματα 2 ερωτήματα: 1) Θα υπάρχουν αυτά τα χρήματα για να δοθούν για την παιδεία; 2) Αν υποθέσουμε ότι θα υπάρχουν, πώς ακριβώς θα δαπανηθούν; Προβλέπεται ότι το 95% της αύξησης αυτής θα δοθεί σε μισθούς και συντάξεις στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Και βεβαίως αυτό είναι θετικό. Αλλά είναι θετικό εφόσον συνδέεται με συγκεκριμένη στόχευση, εφόσον συνδέεται με στρατηγικό σχέδιο. Αν υπολογίσει κανείς ότι το μέσο κόστος ανά διορισμό ανέρχεται στα 16.000 ευρώ το χρόνο, η προβλεπόμενη αύξηση μεταφράζεται σε περίπου 6.500 προσλήψεις στην πρωτοβάθμια και 1.500 στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Δεν θα σταθώ στις εξαγγελίες των πρώην Υπουργών για 20.000 προσλήψεις. Θα επισημάνω όμως ότι έστω και αυτές οι λίγες προσλήψεις, αν όντως, επαναλαμβάνω, τα χρήματα βρεθούν και πάνε στις προσλήψεις, θα δώσουν μια ανάσα στο εκπαιδευτικό σύστημα. Ωστόσο, δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ, ειλικρινά, καλόπιστα, βάσει ποιας μελέτης θα γίνουν οι προσλήψεις αυτές; βάσει ποιων σχεδίων στελέχωσης; ποια από τα χιλιάδες κενά θα πρωτοκαλυφθούν; σε ποιες ειδικότητες- ειδικά από τη στιγμή που στο τριετές σχέδιο που έχετε ήδη συμφωνήσει με τους δανειστές γίνεται λόγος μόνο για προσλήψεις νηπιαγωγών και βοηθητικού προσωπικού; Πώς συμβαδίζουν λοιπόν οι εξαγγελθείσες προσλήψεις με τις υποχρεώσεις που έχετε αναλάβει απέναντι στους θεσμούς; Κυρίες και Κύριοι, το μέλλον των παιδιών μας αξίζει κατ’ ελάχιστο σχέδιο, αξίζει υπεύθυνη εθνική στρατηγική.

    Φόρμα Εθελοντή

    Εάν θέλετε να ενημερώνεστε για τις δράσεις μας, μπορείτε να δηλώσετε παρακάτω τα στοιχεία σας:

    ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΤΕ ΤΗ ΦΟΡΜΑ
    Εγγραφή στο Newsletter

    Εάν θέλετε να ενημερώνεστε για τις δράσεις μας, μπορείτε να δηλώσετε παρακάτω τα στοιχεία σας:

    ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΤΕ ΤΗ ΦΟΡΜΑ